-
1 ῥυάχετος
A unstable crowd of the Athenians; expld. by Hsch. and Phot. as ὁ ῥέων ὀχετός; cod. Rav. gives ῥυγχάχετος, other codd. and Suid. ῥυχάχετος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυάχετος
-
2 ῥυάχετος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥυάχετος
-
3 ρυάχετον
-
4 ῥυάχετον
-
5 ῥυγχάχετος
A v. ῥυάχετος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυγχάχετος
-
6 ῥύφω
-
7 ῥύαξ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥύαξ
См. также в других словарях:
ρυάχετος — ὁ, Α θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα αχ και επίθημα ετός (πρβλ. συρφ ετός)] … Dictionary of Greek
ῥυάχετον — ῥυάχετος unstable crowd masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek