-
1 ροώδες
ῥοώδηςwith a strong stream: masc /fem voc sgῥοώδηςwith a strong stream: neut nom /voc /acc sg -
2 ῥοῶδες
ῥοώδηςwith a strong stream: masc /fem voc sgῥοώδηςwith a strong stream: neut nom /voc /acc sg -
3 ὑδρηγός
ὑδρ-ηγός, ὁ,A water-conduit, Hsch. s.v. ἀπώρυγας, Suid. s.v. παροχετεύει: as Adj., Hsch. s.v. ῥοῶδες, Suid. s.v. ὀχετηγός.II water-carrier, Ostr.Bodl. i 316 (i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρηγός
См. также в других словарях:
ῥοῶδες — ῥοώδης with a strong stream masc/fem voc sg ῥοώδης with a strong stream neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροώδης — (I) ες / ῥοώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥόος / ῥοή] νεοελλ. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, ρευστός («ροώδης μάζα») αρχ. 1. (για θάλασσα) ο κυματώδης, αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ μάλιστα ῥοῶδες τού πελάγους», Αιλιαν.) 2. (για… … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
ՎԻԺԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0820 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. τὸ ῤοώδες fluxus, profluvium. Վիժումն. հոսումն. հոսանք. վազք ջրոց. յորդելն վտակաց. ... *Յոյժ գիջութեամբք հոսանուտ վիժանք: Գետոց վիժանք. Փիլ. ՟ժ. բան. եւ Փիլ. լին. ՟Գ. 3: *Եւ յայնժամ կալ հոսանուտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)