-
1 ῥοιβδ-ώδης
ῥοιβδ-ώδης, ες, = ῥοιζώδης, Hesych.
См. также в других словарях:
ροιζηδόν — ΜΑ επίρρ. 1. θορυβωδώς, με βοή («ἡμέρα Κυρίου... ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται», ΚΔ) 2. ορμητικά, πολύ γρήγορα («ῥύακι ῥοιζηδὸν φερομένῳ», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖζος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. ῥοιβδ ηδόν)] … Dictionary of Greek