-
1 ροής
-
2 ρόης
-
3 ῥόης
-
4 ῥοῆς
Βλ. λ. ροής -
5 ῥοῇς
Βλ. λ. ροής -
6 ροήις
-
7 ῥοῆις
-
8 variation flow analysis
French\ \ analyse des flux de variationGerman\ \ Variation-Flow-AnalyseDutch\ \ variation flow analysisItalian\ \ analisi della variazione dei flussiSpanish\ \ variación análisis de los flujosCatalan\ \ -Portuguese\ \ análise do fluxo de variaçãoRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ διακύμανση της ανάλυσης της ροήςFinnish\ \ -Hungarian\ \ változó folyamatelemzésTurkish\ \ değişim akış çözümlemesi; değişim akış analiziEstonian\ \ hajuvusvoo analüüsLithuanian\ \ variacinė srauto analizėSlovenian\ \ -Polish\ \ analiza zmian w stanie zapasówRussian\ \ анализ потоков вариацииUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ breytileika sjóðstreymisEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تحليل تدفق التغيرAfrikaans\ \ variasievloei-analiseChinese\ \ 变 动 工 艺 流 程 分 析Korean\ \ 변동유량분석 -
9 ναίω
Aναίεσκον Il.5.708
), [tense] fut. and [tense] aor. in causal and [voice] Med. and [voice] Pass. forms, v. infr. 11, 111:1 of persons, dwell, abide, mostly folld. by a Prep. of Place, ἐν Λῃ, etc., Il.l.c., etc.;ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο 16.719
;ἐπ' ἄκρων ὀρέων S. OT 1105
(lyr.);κατὰ πτόλιν Il.2.130
; ;πὰρ ποταμόν Il.2.522
;ὑπὸ Πλάκῳ 6.396
: c. dat. loci,αἰθέρι ναίων 2.412
, Hes. Op.18, etc.;ν. μετά τινος S.Ph. 1105
(lyr.): metaph., τὴν σὴν δ' ὁμοῦ ναίουσαν [ὀργήν] Id.OT 338;τὰν ἀρετὰν ναίειν ἐπὶ πέτραις Simon.58
: with Adv., [κακότης] ἐγγύθι ναίει Hes.Op. 288
;ἵνα αἱ Φορκίδες ναίουσι A.Pr. 794
. b. c. acc. loci, dwell in, inhabit, οἰκία, δώματα, Od.20.288, Hes.Op.8, cf. Pi.P.7.5, al.; ἅλα, πλάκας ὀρέων, E.Hel. 1584, Ba. 719; freq. with place-names, Il.2.615, Alex.22, etc.: metaph., Πειθὼ ναίει καὶ Χάρις υἱὸν Ἄγησίλα dub. in Pi.Fr.123.10; of the statues of gods,πρόπυλα ναίουσιν τάδε S.El. 1375
:—[voice] Pass., to be inhabited, Id.Fr. 1125 (in [tense] aor. ἐνάσθη), etc.;πολίταις Theoc.16.88
;ὑπ' ἀνδράσι A.R.1.794
.2 of places, lie, be situated, once in Hom.,νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός Il.2.626
;ὦ κλεινὰ Σαλαμίς, σὺ μέν που ναίεις ἁλίπλακτος S. Aj. 598
(lyr.).1 c. acc. loci, give one to dwell in, καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν I would have given him a town in Argos for his home, Od.4.174; make habitable, build,νηὸν ἔνασσαν h.Ap. 298
; settle,Εὔβοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν Pi.Pae.5.36
:—in [voice] Med., found,μυρία δ' ἄστη νάσσατ' ἐποιχόμενος A.R.4.275
:—in [voice] Pass., of places, like [voice] Act.1.2, to be situated,πολίων εὖ ναιομενάων Il.3.400
, al.2 c. acc. pers., let one dwell, settle him,ἐν Ἄργει ἔνασσεν Ἡρακλέος ἐκγόνους Pi.P.5.71
:— in [voice] Med.,νάσσατο κούρην A.R.4.567
.III [voice] Med. and [voice] Pass. in act. sense, [tense] fut.νάσσομαι Id.2.747
: [dialect] Ep. [tense] aor. 1 , Dem.Bith.6, Philet.24; later [ per.] 3pl.ναιήσαντο D.P.349
: [tense] pf.νένασται IG14.1389i8
; part.νενασμένος D.P.264
: [tense] aor. [voice] Pass. ἐνάσθην, πατὴρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη my father settled at Argos, Il.14.119.—More freq. in Compos. with ἀπό, κατά. -
10 ἴσχω
ἴσχω, redupl. form of ἔχω (only found in [tense] pres., and [tense] impf. [voice] Act. and [voice] Pass., [dialect] Ep. inf. ἰσχέμεναι, ἰσχέμεν, Od.20.330, Il.17.501), but in Hom. and Hes. almost always with a limited sense,A keep back, restrain (v. infr. 11),δέος ἴσχει τινά Il.5.812
, 817, etc.;ἴ. τινὰ ἀνάγκῃ Od.4.558
;θυμὸν ἴ. ἐν στήθεσσι Il.9.256
;Ζεὺς ἴσχεν ἑὸν μένος Hes.Th. 687
; οὐδ' ἔτι σηκοὶ ἴσχουσι (the calves) Od.10.413; [πρὼν] ἴσχει ῥέεθρα Il.17.750
; ἵππους ἴ. 15.456, etc.; ;μηδὲν ἡμᾶς ἰσχέτω Ar.V. 1264
; οὐδέποτέ γ' ἴσχει θύρα, prov. of those who keep open house, Eup.265;ἴσχε στόμα E.HF 1244
;ἴσχε δακὼν στόμα σόν S.Tr. 976
(anap.);τὸ ἴσχον τὴν πορείαν X.An.6.5.13
; χείμαρρον.. ἕρκεα ἴσχει ἀλωάων keep it back, Il.5.90: c. gen., ξίφος ἴ. τινός to keep it from him, E.Hel. 1656; ἴ. τῆς ῥοῆς, τοῦ ἰέναι, Pl.Cra. 416b, 420e: folld. by inf.,ἴ. τινὰ μὴ πράσσειν E.IA 661
:—[voice] Pass., to be checked, Gal.UP15.3: also impers., ἐν τούτῳ ἴσχετο here the matter stopped, X.An.6.3.9.2 abs., ἴσχε hold, stay, stop! A.Ch. 1052, S.Ichn.95; of ships, put in, v.l. in Th.2.91; Pol<*>ταῖς πόλεσι Id.7.35
, cf. A.R.2.390; of rivers, stop, Arr.An.5. 9.4:—in this sense Hom. uses [voice] Med. or [voice] Pass.,ἴσχεσθ' Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε Od.24.54
, cf. Il.3.82; check thyself, be calm,1.214
, 2.247, Od.22.356, etc.; keep quiet, 11.251: c. gen., ἴσχεσθαί τινος desist from a thing, 18.347, 24.323.II hold fast, hold, once in Hom.,[κανόνα] ἀγχόθι στήθεος Il.23.762
, cf. S.Aj. 575, Ph. 1111 (lyr.): metaph., keep, maintain, ; ἐλπίσιν ἴ. τι ib. 138; (lyr.);ἐπιστήμην λαβόντα ἴσχειν Pl.Tht. 198a
; of outward matters, ὀδύνη ἴ. τὴν γαστέρα affects it, Hp.Nat.Mul.14;τὸν αἶσ' ἄπλατος ἴσχει S.Aj. 256
(lyr.); keep up,Epicur.
Ep.1p.8U.:—[voice] Pass.,φθόῃ ἴσχεσθαι Isoc.19.11
(s.v.l., σχόμενον Blass); also τὸ ἰσχόμενον κατὰ διαφοράν that which is permanent in distinction, Chrysipp.Stoic.2.128.III after Hom., hold or have in possession, v.l. in Hdt.3.39, Th.3.58; have a wife, Hdt.5.92.β'; of women, ἴ. ἐν γαστρί or simplyἴ.
to be pregnant,Hp.
Epid.2.2.18, etc.; μετὰ τοῦτον ἴ. Κλεόμβροτον conceives Cl., Hdt.5.41: generally, like ἔχω, ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν S.Aj. 520; λῆστιν ἴ. to be forgetful, Id.OC 584;ἄλγος ἴ. Id.OT 1031
; γνώμαν ἴ., = γνῶναι, Id.El. 214 (lyr.);ἴ. δοῦλον βίον Id.Tr. 302
; ; ;χρώματα Hp.Prog.12
;κακώσιας Id.Art.61
; receive,[πεμπάδα] SIG57.35
(Milet., v B.C.); ἰσχέτω δίκην καὶ ὑπεχέτω ib. 286.15 (iv B.C.), cf. IG5(2).357.23 (Stymphalus, iii B.C.): c. dupl. acc.,ἴ. τινὰ ξύνευνον S.Aj. 1301
; (lyr.).2 have in it, involve,ὄλβος ἴ. φθόνον Pi.P.11.29
; μετάστασιν ἴ. to be susceptible, capable of cure, Hp.Aph.5.7;ἀνάληψιν μετ' εὐπετείας Pl.Ti. 83e
; to be worth, dub. l. in Plb.5.26.13; v. ἰσχύω 3. -
11 ὠκυρόης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκυρόης
См. также в других словарях:
ῥοῆς — ῥοή river fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοῇς — ῥοή river fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόης — ῥόα pomegranate tree fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοῆις — ῥοῇς , ῥοή river fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek