Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥοϑος

См. также в других словарях:

  • ῥόθος — rushing noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρόθος — ὁ, Α 1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος τού κουπιού που χτυπάει τη θάλασσα («τέλος δ ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.) 2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθον τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.) 3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος»,… …   Dictionary of Greek

  • ῥόθω — ῥόθος rushing noise masc nom/voc/acc dual ῥόθος rushing noise masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόθον — ῥόθος rushing noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόθου — ῥόθος rushing noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόθους — ῥόθος rushing noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόθῳ — ῥόθος rushing noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ров — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. λάκκος) яма, пустой колодец; яма, подполье, куда сажали… …   Словарь церковнославянского языка

  • αλίρροθος — ἁλίρροθος, ον (AM) 1. αυτός που χτυπιέται από βουερά κύματα, που βρίσκεται μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα 2. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει θόρυβο, που βουίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ροθος < ῥόθος «θόρυβος»] …   Dictionary of Greek

  • βαθύρροθος — βαθύρροθος, ον (Μ) εκείνος που ηχεί βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ροθος < ρόθος «κρότος, θόρυβος» (πρβλ. αλίρροθος, πολύρροθος, ταχύρροθος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • стредь — ж., род. п. и мед , только др. русск. стрьдь, стредь, сербск. цслав. стрьдь, словен. stȓd, род. п. ȋ ж., др. чеш. stred, чеш. strdi ср. р. густой мед , слвц. strеd᾽, польск. stredz. Сравнивают с д. в. н. stredan бушевать, клокотать , нов. в. н …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»