-
1 ρούδιον
-
2 ῥούδιον
-
3 ῥούδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥούδιον
-
4 ρούδια
-
5 ῥούδια
-
6 ῥοΐδιον
2 rind of pomegranate, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοΐδιον
См. также в других словарях:
ῥούδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρούδιον — τὸ, Α (κατά τον Αέτ.) «κλύσμα πρὸς ῥοῡν γυναικεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ῥοείδιον*] … Dictionary of Greek
ῥούδια — ῥούδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρούδι — το / ῥούδιον, ΝΑ [ῥούς (ΙΙ)] κοινή σήμερα ονομασία του φυτού Rhus coriaria τού γένους ρους … Dictionary of Greek