-
1 ροωδών
-
2 ῥοωδῶν
См. также в других словарях:
ῥοωδῶν — ῥοώδης with a strong stream masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλσις — εως, ἡ, ΜΑ μσν. έλεγχος, εξέταση αρχ. ιατρ. αναστολή, επίσχεση («ἐπὶ τῶν ροωδῶν τὴν στάλσιν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμ. σταλ τού στέλλω* + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek