Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ῥομβοειδῆ

См. также в других словарях:

  • ῥομβοειδῆ — ῥομβοειδής rhombus shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥομβοειδής rhombus shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ромбо́ид — а, м. мат. То же, что параллелограмм. [От греч. ‛ρομβοειδης ромбовидный] …   Малый академический словарь

  • αφάνα — Κοινή ονομασία φρυγανώδους θαμνίου (ποτήριον το ακανθώδες) της οικογένειας των ροδιδών. Φυτό ακανθωτό, παίρνει ημισφαιρική μορφή και έχει ύψος 30 70 εκ. Έχει σύνθετα φύλλα με 5 15 φυλλάρια, μόνοικα άνθη, κατά στάχεις, και καρπούς ραγόμορφους,… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • βλίτο — Μονοετής πόα της οικογένειας των αμαραντιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία αμάραντο το β.Το ύψος του φτάνει τα 30 έως 70 εκ. Έχει βλαστό διακλαδισμένο, φύλλα μακρόμισχα, ωοειδή ή ρομβοειδή, ακέραια, πράσινα, συχνά με ωχρές κηλίδες. Τα άνθη …   Dictionary of Greek

  • καλαμοϊχθύς — (Calamoichthys). Γένος πολυπτερύγων ψα ριών. Περιλαμβάνει ψάρια του γλυκού νερού με στενόμακρο σώμα, το οποίο καλύπτεται από χοντρά ρομβοειδή λέπια. Το ραχιαίο πτερύγιό του έχει μορφή σειράς αγκαθιών. Τα ψάρια αυτά είναι σαρκοφάγα, γι’ αυτό και… …   Dictionary of Greek

  • κολιμπρί — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των τροχιλιδών, της τάξης των αποδομόρφων. Τα κ. είναι γενικά πολύ μικρά, για αυτό ονομάζονται πουλιά μύγες. Είναι μικροποδιόμορφα, δηλαδή έχουν πολύ κοντά πόδια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να περπατήσουν ή …   Dictionary of Greek

  • κροσσοπτερύγιοι — (crossopterygii). Υφομοταξία τελεόστεων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει τόσο απολιθωμένες όσο και σύγχρονες μορφές. Η εμφάνιση αυτών των ζώων, που φέρουν οστέινο σκελετό, πραγματοποιήθηκε στα τέλη του σιλουρίου (πριν από περίπου 420 εκατ. χρόνια)· η …   Dictionary of Greek

  • οροφή — Με τη λέξη ο. εννοούμε γενικά την εσωτερική άνω επιφάνεια ενός χώρου, είτε αυτή είναι επίπεδη είτε όχι, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική άνω επιφάνεια που ονομάζουμε στέγη. Η ο. και η στέγη αποτελούν τμήματα του αυτού κατά κανόνα φέροντα… …   Dictionary of Greek

  • ρομβωτός — ή, ό / ῥομβωτός, ή, όν, ΝΑ [ῥομβῶ (ΙΙ)] νεοελλ. χωρισμένος σε ρομβοειδή σχήματα αρχ. κατασκευασμένος σε σχήμα ρόμβου …   Dictionary of Greek

  • ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»