-
1 ροικον
τό кривоногость, косолапость Arst. -
2 ροικόν
-
3 ῥοικόν
См. также в других словарях:
ῥοικόν — ῥοικός crooked masc acc sg ῥοικός crooked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροικός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο … Dictionary of Greek