-
1 ῥοϊκός
-
2 ῥοικός
ῥοικός, krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; κορύνη, Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp.
-
3 ῥοικός
ῥοικός, krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen -
4 ῥοϊκός
-
5 καταῤ-ῥοϊκός
καταῤ-ῥοϊκός, ή, όν, zum Katarrh gehörig, katarrhalisch; Hippocr.; νοσήματα Plat. Tim. 85 b; καταῤ-ῥοϊτικός ist f. l.
-
6 γονοῤ-ῥοϊκός
γονοῤ-ῥοϊκός, am Saamenfluß leidend, Medic.
-
7 διαῤ-ῥοϊκός
διαῤ-ῥοϊκός, ή, όν, am Durchfall leidend, Sp., Medic.
-
8 αἱμοῤ-ῥοϊκός
αἱμοῤ-ῥοϊκός, den Blutfluß, Blutsturz habend, Medic.
-
9 Rhoetus
-
10 Rhoetus
-
11 αἱμοῤῥοϊκός
αἱμοῤ-ῥοϊκός, den Blutfluss, Blutsturz habend -
12 γονοῤῥοϊκός
γονοῤ-ῥοϊκός u. γονόῤ-ῥοιος, am Samenfluß leidend -
13 γονόῤῥοιος
γονοῤ-ῥοϊκός u. γονόῤ-ῥοιος, am Samenfluß leidend -
14 διαῤῥοϊκός
διαῤ-ῥοϊκός, ή, όν, am Durchfall leidend -
15 καταῤῥοϊκός
καταῤ-ῥοϊκός, ή, όν, zum Katarrh gehörig, katarrhalisch
См. также в других словарях:
ῥοικός — crooked masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροικός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο … Dictionary of Greek
ροϊκός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο … Dictionary of Greek
ῥοικά — ῥοικός crooked neut nom/voc/acc pl ῥοικά̱ , ῥοικός crooked fem nom/voc/acc dual ῥοικά̱ , ῥοικός crooked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικῶν — ῥοικός crooked fem gen pl ῥοικός crooked masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικόν — ῥοικός crooked masc acc sg ῥοικός crooked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικαῖς — ῥοικός crooked fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικοῖς — ῥοικός crooked masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικοῖσιν — ῥοικός crooked masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικοί — ῥοικός crooked masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοικοῦ — ῥοικός crooked masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)