-
1 ῥοιδάριον
-
2 ροιδάριον
-
3 ῥοιδάριον
-
4 ῥοιδάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοιδάριον
-
5 ροιδαρίου
-
6 ῥοιδαρίου
-
7 ῥοδάριον
ῥοδ-άριον, τό, Dim. of ῥόδον, as an ornament, BGU 781 iii 19 (pl., i A.D.); cj. for ῥοιδάριον in Hsch.A s.v. ἄφυκα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδάριον
См. также в других словарях:
ῥοιδάριον — rouge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροιδάριον — και ῥοϊδάριον, τὸ, Α καλλυντικό, αλοιφή που περιείχε άγχουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί ῥοδάριον (< ῥόδον)] … Dictionary of Greek
ῥοιδαρίου — ῥοιδάριον rouge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)