-
1 ῥοδ-ωπός
-
2 ῥοδωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδωπός
-
3 ῥοδωπός
ῥοδ-ωπός, mit rosigem Gesicht, von rosigem Aussehen
См. также в других словарях:
καλώπις — καλῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπις (< ωψ, ωπός < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ ώπις, ροδ ώπις] … Dictionary of Greek
στενωπός — ή, ό / στενωπός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν και ή ΜΑ, και ιων. τ. στεινωπός Α το θηλ. ως ουσ. η στενωπός α) στενή δίοδος, στενό πέρασμα β) στενός δρόμος, σοκάκι γ) στενή διάβαση μεταξύ βουνών, κλεισούρα, δερβένι, τα στενά νεοελλ. κάπως στενός μσν.… … Dictionary of Greek