-
1 ροδίζειν
-
2 ῥοδίζειν
См. также в других словарях:
ῥοδίζειν — ῥοδίζω to be like the rose pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδίζω — ῥοδίζω ΝΜΑ [ῥόδον] 1. παίρνω ή έχω το χρώμα τού ρόδου, είμαι ή γίνομαι τριανταφυλλής (α. «ο ουρανός ροδίζει» β. ερόδισε η Ανατολή» γ. «ἐπέδειξε τὸν ροδίζοντα λωτόν», Αθήν.) 2. δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το χρώμα τού ρόδου νεοελλ. (για εδέσματα)… … Dictionary of Greek