-
1 ῥοδισμός
ῥοδ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδισμός
-
2 ῥόδον
A rose, first in h.Cer.6, cf. Thgn.537, Pi.I.4(3).18(36), Hdt.8.138, IG12.289; [dialect] Aeol. [full] βρόδον (q.v.); mostly of Rosa gallica, red rose, Thphr.HP6.6.4, etc.; ῥ. ἑκατοντάφυλλον, Rosa centifolia, cabbage rose, ibid.; ῥ. ἄγριον, Rosa dumetorum, wild rose, ib.6.2.1: metaph., ῥόδα μ' εἴρηκας you've spoken roses of me, have said all things sweet and beautiful, Ar.Nu. 910; πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις ib. 1330: prov., ὗς διὰ ῥόδων 'a bull in a china shop', Crates Com.4.2 = ῥοδωνιά, Coluth.348. -
3 ῥοδοφόρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδοφόρια
См. также в других словарях:
ροδισμός — ὁ, Α [ῥοδίζω] στολισμός τών τάφων με ρόδα … Dictionary of Greek
ροδίσια — τὰ, Α [ροδίζω] ο ροδισμός* … Dictionary of Greek
ροδοφόρια — τὰ, Α ο ῥοδισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρια (< φόρος < φέρω), πρβλ. Ανθεσ φόρια] … Dictionary of Greek
ρουσάλια — και ροζάλια, τα / ῥουσάλια και ῥοζάλια, ΝΜ γνωστή στο Βυζάντιο εορτή, που γινόταν τον Μάιο ή τον Ιούνιο και ονομάστηκε και ημέρα τών ρόδων και ροδισμός, είχε την προέλευσή της στη ρωμαϊκή λατρεία ως γιορτή τής άνοιξης, αλλά με την πάροδο τού… … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
ИОАНН БОГОСЛОВ — [Иоанн Зеведеев; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος], один из ближайших учеников Иисуса Христа, св. апостол от Двенадцати (см. Апостолы), с именем к рого церковное Предание связывает создание ряда канонических текстов НЗ, в т. ч. Евангелия от Иоанна,… … Православная энциклопедия