Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥοδισμός

См. также в других словарях:

  • ροδισμός — ὁ, Α [ῥοδίζω] στολισμός τών τάφων με ρόδα …   Dictionary of Greek

  • ροδίσια — τὰ, Α [ροδίζω] ο ροδισμός* …   Dictionary of Greek

  • ροδοφόρια — τὰ, Α ο ῥοδισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρια (< φόρος < φέρω), πρβλ. Ανθεσ φόρια] …   Dictionary of Greek

  • ρουσάλια — και ροζάλια, τα / ῥουσάλια και ῥοζάλια, ΝΜ γνωστή στο Βυζάντιο εορτή, που γινόταν τον Μάιο ή τον Ιούνιο και ονομάστηκε και ημέρα τών ρόδων και ροδισμός, είχε την προέλευσή της στη ρωμαϊκή λατρεία ως γιορτή τής άνοιξης, αλλά με την πάροδο τού… …   Dictionary of Greek

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН БОГОСЛОВ — [Иоанн Зеведеев; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος], один из ближайших учеников Иисуса Христа, св. апостол от Двенадцати (см. Апостолы), с именем к рого церковное Предание связывает создание ряда канонических текстов НЗ, в т. ч. Евангелия от Иоанна,… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»