-
1 ροη
дор. ῥοά ἥ (преимущ. pl.)1) поток, течение(Μαιάνδρου ῥοαί Hom.; ποταμοῦ ῥ. Plat.; ῥ. ἐπέων Pind.)
2) струя, влагаἀμπέλου ῥ. Eur. — виноградная влага, вино
-
2 ροή
η1) течение; поток, струя; 2) выделение, истечение; 3) перен. течение, ход;η ροή των γεγονότων (πραγμάτων) — ход событий (дел)
-
3 ῥοή
ἡ ροή и ὁ ρους (← ρόος) поток, течение (→ κατάρρους > нем. Katarrh, катар) -
4 ροή
[рои] ουσ. 9. течение, потокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ροή
-
5 ροή
[рои] ουσ θ течение, поток. (событий) струя, ток. -
6 ροα
-
7 εκροη
-
8 εναντιος
31) находящийся напротив, противоположный, противолежащий(ἀκταὴ ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν Hom.; μέρη τῆς πόλεως Arst.)
ἐ. ἧστο Hom. — он сидел напротив;τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος ἐναντία τάττειν τοῖς πολεμίοις Xen. — обращать тыл к врагу, т.е. бежать от врага;πρόσωπα ἐναντία Plat. — лица, обращенные в противоположные стороны;ἐξ ἐναντίας Thuc., Plat., ἐξ (ἐκ τοῦ) ἐναντίου Xen., Luc. и ἐκ τῶν ἐναντίων Polyb. — с противоположной стороны2) направляющийся навстречу, встречный(δύο ἅμαξαι ἐναντίαι ἀλλήλαις Thuc.; ῥοή Plat.; κινήσεις Arst.)
οἱ ἐναντίη ἤλυθε Hom. — она вышла ему навстречу;ἄνεμος ἐ. ἔπνει Xen. — дул встречный ветер;3) противоположный по смыслу, обратный(τινί и τινός Plat.)
καὴ σμικρὰ καὴ τἀναντία Soph. — и малое, и большое;τέν ἐναντίαν (sc. ψῆφον) θέσθαι τινί перен. Plat. — высказать мнение, противоположное чьему-л.4) вражеский, враждебный, неприятельский(στρατός Pind.; στρατόπεδον Plat.)
ἐναντίοι καὴ σύμμαχοι Xen. — противники и союзники -
9 συρροη
-
10 μελίσσι
-
11 ῥοῦς
ἡ ροή и ὁ ῥοῦς (← ρόος) поток, течение (→ κατάρρους > нем. Katarrh, катар)
См. также в других словарях:
ῥοῇ — ῥοή river fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοή — river fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
ροή — η η ρεύση, το τρέξιμο: Η ροή του νερού δεν είναι κανονική σήμερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιπαράλληλη ροή αίματος — Προσαρμοστικός μηχανισμός με τον οποίο μειώνονται οι απώλειες θερμότητας του σώματος των ομοιόθερμων ζώων (θηλαστικών και πτηνών) που ζουν σε πολύ ψυχρό περιβάλλον. Οι αρτηρίες και οι φλέβες που βρίσκονται στην ουρά, στα πόδια και στα πτερύγια… … Dictionary of Greek
ῥοῆι — ῥοῇ , ῥοή river fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… … Dictionary of Greek
ῥοαῖς — ῥοή river fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοαῖσι — ῥοή river fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοαῖσιν — ῥοή river fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)