-
1 ριπών
ῥῑπῶν, ῥίψplaited work: fem gen plῥῑπῶν, ῥῖποςmat: neut gen pl (attic epic doric)ῥῑπῶν, ῥιπήswing: fem gen pl -
2 ῥιπῶν
ῥῑπῶν, ῥίψplaited work: fem gen plῥῑπῶν, ῥῖποςmat: neut gen pl (attic epic doric)ῥῑπῶν, ῥιπήswing: fem gen pl -
3 πιναω
-
4 ῥίψ
A plaited work of osiers or rushes, wicker-work, mat, φράξε δέ μιν [σχεδίην] ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι, κύματος εἶλαρ ἔμεν, evidently as a kind of bulwark (cf. παράρρυμα), Od.5.256;ῥιψὶ καταστεγάζειν Hdt.4.71
;πάρεξις ῥιπῶν SIG57.32
(Milet., V B.C.): prov., , cf. Ar. Pax 699, Luc.Herm.28, Favorin. in PVat.11.7.27; cf. ῥῖπος.
См. также в других словарях:
ῥιπῶν — ῥῑπῶν , ῥίψ plaited work fem gen pl ῥῑπῶν , ῥῖπος mat neut gen pl (attic epic doric) ῥῑπῶν , ῥιπή swing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωρατικός — ή, ό / πρῳρατικός, ή, όν, ΝΑ [πρῳράτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωράτη («πρῳρατικὸν ἑδώλιον», Πολυδ.) νεοελλ. φρ. α) «πρωρατικά έργα» εργασίες που εκτελούνται στο πλοίο ή στον ναύσταθμο υπό την επίβλεψη τών πρωρέων ή ναυκλήρων, όπως… … Dictionary of Greek
σημειωτής — ο, Ν [σημειώνω] στρ. οπλίτης που σημειώνει τους βαθμούς κάθε βολής κατά την εκτέλεση βολών ακριβείας ή τον βαθμό συγκέντρωσης τών ριπών πολυβόλου κατά την εκτέλεση βολών συγκέντρωσης … Dictionary of Greek