-
1 ῥιπίς
A fan for raising the fire, Ar.Ach. 669, 888; ῥ. δ' ἐγείρει.. Ἡφαίστου κύνας, i.e. the slumbering flames, Eub.75.7;πτερίνα ῥ. AP 6.306
([place name] Aristo).
См. также в других словарях:
ριπίρ — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥιπίς, τὸ πλέγμα, ἤ ἐκ σχοίνου πέτασος. Ἀττικοὶ δὲ ῥιπίδα, ᾧ τὸ πῡρ καίουσι καὶ τραπέζας οὕτω λέγουσι» 2. πιθ. είδος παιχνιδιού με κρίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. ῥιπίρ, που παραδίδει ο Ησύχ., με την πρώτη σημ.… … Dictionary of Greek
ριπίδα — η / ῥιπίς, ίδος, ΝΜΑ το ριπίδιο, η βεντάλια μσν. λειτουργικό ριπίδιο, εξαπτέρυγο αρχ. 1. φυσητήρι για την αναρρίπηση τής φλόγας, για το δυνάμωμα τής φωτιάς («ἐρεθιζόμενος οὐρία ῥιπίδι», Αριστοφ.) 2. ῥιπίρ* 3. (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ σκέλους τὸ… … Dictionary of Greek