Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ῥινόβολος

См. также в других словарях:

  • ρινοβόλος — ον, Α (για οσμή) αυτός που χτυπάει στη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σφυρο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • ρινόβολος — ον, Α (για ήχο) αυτός που βγαίνει από τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ηλιό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ῥινοβόλους — ῥῑνοβόλους , ῥινόβολος striking the nose masc/fem acc pl ῥινοβόλος striking the nose masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥινοβόλῳ — ῥῑνοβόλῳ , ῥινόβολος striking the nose masc/fem/neut dat sg ῥινοβόλος striking the nose masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»