-
1 ῥῑνο-κτυπέω
ῥῑνο-κτυπέω, mit der Nase lärmen, schnauben u. dgl., Sp., die auch das subst. ῥινοκτυπία bilden.
См. также в других словарях:
ρινοκτυπία — ἡ, Μ [ῥινοκτυπῶ] το να κάνει κανείς δυνατό θόρυβο με τη μύτη … Dictionary of Greek
1 ῥῑνο-κτυπέω
ῥῑνο-κτυπέω, mit der Nase lärmen, schnauben u. dgl., Sp., die auch das subst. ῥινοκτυπία bilden.
ρινοκτυπία — ἡ, Μ [ῥινοκτυπῶ] το να κάνει κανείς δυνατό θόρυβο με τη μύτη … Dictionary of Greek