-
1 ρινεγκαταπηξιγενειος
2шутл. (о философе) с носом, уткнувшимся в подбородок Anth.
См. также в других словарях:
ρινεγκαταπηξιγένειος — ον, Α (κωμ. λ.) αυτός τού οποίου η μύτη φτάνει μέχρι τα γένεια, μέχρι το πιγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ρινός + ἐγκαταπήγνυμι «μπήγω σταθερά, στερεώνω» + γένειον (το β συνθετικό είναι σχηματισμένο κατά τα σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος)] … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
ῥινεγκαταπηξιγένειοι — ῥῑνεγκαταπηξιγένειοι , ῥινεγκαταπηξιγένειος with a nose reaching to the chin masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)