-
1 ῥικνότης
-
2 ῥικνότης
ῥικνότης, ητος, ἡ, zusammengezogenes, krummes, runzliges Wesen
См. также в других словарях:
ῥικνότης — shrivelledness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥικνότητι — ῥικνότης shrivelledness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρικνότητα — η / ῥικνότης, ητος, ΝΑ [ῥικνός] ύπαρξη ρυτίδων, ρυτίδωση, ζάρωμα, σούφρωμα αρχ. η καμπυλότητα … Dictionary of Greek