-
1 ριζώσεως
-
2 ῥιζώσεως
См. также в других словарях:
ῥιζώσεως — ῥιζώσεω̆ς , ῥίζωσις taking root fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ριζώσεως
2 ῥιζώσεως
ῥιζώσεως — ῥιζώσεω̆ς , ῥίζωσις taking root fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)