Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ῥιζωρύχος

См. также в других словарях:

  • ριζωρύχος — ὁ, Α (για σχολαστικούς γραμματικούς) αυτός που σκάβει για να βρει τις ρίζες τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ ωρύχος, τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ῥιζωρύχα — ῥιζωρύχος root grubbing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ριζορύκτης — ό, Μ ῥιζωρύχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ὀρύκτης (< ὀρύσσω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»