-
1 ρηιτατα
-
2 ραδιως
эп.-ион. ῥηϊδίως (compar. ῥᾷον, superl. ῥᾷστα - эп. ῥηΐτατα)1) легко, без труда(νικᾶν Hom.; λόγους ποιεῖν Plat.)
2) легкомысленно, необдуманно(ὁμολογεῖν Plat.; διαλέγεσθαι Xen.)
3) беспечно, беззаботно(βιοτεύειν Xen.)
4) спокойно, невозмутимо(αἶσαν φέρειν Aesch.)
См. также в других словарях:
ῥηίτατα — ῥηΐτατα , ῥᾴδιος easy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηίτατ' — ῥηΐτατα , ῥᾴδιος easy neut nom/voc/acc pl ῥηΐτατε , ῥᾴδιος easy masc voc sg ῥηΐταται , ῥᾴδιος easy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek