-
1 ρηιδιως
-
2 ραδιως
эп.-ион. ῥηϊδίως (compar. ῥᾷον, superl. ῥᾷστα - эп. ῥηΐτατα)1) легко, без труда(νικᾶν Hom.; λόγους ποιεῖν Plat.)
2) легкомысленно, необдуманно(ὁμολογεῖν Plat.; διαλέγεσθαι Xen.)
3) беспечно, беззаботно(βιοτεύειν Xen.)
4) спокойно, невозмутимо(αἶσαν φέρειν Aesch.)
См. также в других словарях:
ῥηιδίως — ῥηϊδίως , ῥᾴδιος easy adverbial (epic ionic) ῥηϊδίως , ῥᾴδιος easy masc acc pl (epic doric ionic) ῥῄδιος easy adverbial ῥῄδιος easy masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῃδίως — ῥηϊδίως , ῥᾴδιος easy adverbial (epic ionic) ῥηϊδίως , ῥᾴδιος easy masc acc pl (epic doric ionic) ῥῄδιος easy adverbial ῥῄδιος easy masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλοψ — κόλλοψ, οπος, ὁ (Α) 1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.) 2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό 3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος τού αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων 4.… … Dictionary of Greek
μεθαιρώ — μεθαιρώ, έω (Α) (μόνο στον επικ. επαναληπτικό αόρ. β μεθέλεσκον) (για ένα παιχνίδι με τη σφαίρα) πηδώντας πιάνω στον αέρα («ὁ δ ὑπὸ χθονὸς ὑψόσ ἀερθεὶς ῥηϊδίως μεθέλεσκε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεζα * + αἱρῶ «πιάνω» (πρβλ. αν αιρώ)] … Dictionary of Greek
οιμάω — οἰμάω (Α) (ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.) 1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώ («κίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα] … Dictionary of Greek
ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek