-
1 ῥητορομάστιξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥητορομάστιξ
См. также в других словарях:
κλωομάστιξ — κλῳομάστιξ, ιγος, ὁ (Α) αυτός που είναι δεμένος με κλοιό και μαστιγώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῳός, παρλλ. τ. τού κλοιός + μάστιξ (< μάστιξ), πρβλ. γραμματικο μάστιξ, ρητορο μάστιξ] … Dictionary of Greek