-
1 παρα-δειγματ-ώδης
παρα-δειγματ-ώδης, ες, von der Art eines Beispiels, ῥητορεῖαι, Arist. rhet. 1, 2. 2, 25.
-
2 ἐν-θῡμηματικός
ἐν-θῡμηματικός, ή, όν, aus rhetorischen Schlüssen, Enthymemen bestehend, ῥητορεῖαι Arist. rhet. 1, 2; δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα τοῠτο δυνάμενος ϑεωρεῖν, ἐκ τίνων καὶ πῶς γίγνεται συλλογισμός, οὗτος καὶ ἐνϑυμηματικὸς ἂν εἴη μάλιστα, 6, 1, ein sentenzenreicher, schlagender Redner; – auch adv., ibd. 3, 17.
См. также в других словарях:
ῥητορεῖαι — ῥητορεία oratory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθυμηματικός — ή, ό (Α ἐνθυμηματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ενθύμημα αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από ενθυμήματα («εἰσὶν γὰρ αἱ μὲν παραδειγματώδεις ῥητορεῑαι, αἱ δὲ ἐνθυμηματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του… … Dictionary of Greek
παραδειγματώδης — ῶδες, Α [παράδειγμα, ατος] αυτός που χαρακτηρίζεται από παραδείγματα, ο γεμάτος παραδείγματα («παραδειγματώδεις ῥητορεῑαι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek