Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ῥητορεῖαι

См. также в других словарях:

  • ῥητορεῖαι — ῥητορεία oratory fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθυμηματικός — ή, ό (Α ἐνθυμηματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ενθύμημα αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από ενθυμήματα («εἰσὶν γὰρ αἱ μὲν παραδειγματώδεις ῥητορεῑαι, αἱ δὲ ἐνθυμηματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του… …   Dictionary of Greek

  • παραδειγματώδης — ῶδες, Α [παράδειγμα, ατος] αυτός που χαρακτηρίζεται από παραδείγματα, ο γεμάτος παραδείγματα («παραδειγματώδεις ῥητορεῑαι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»