-
1 φύσημα
φύσημα, τό, 1) das Geblasene, durch Blasen, Athmen Hervorgebrachte, der Hauch; φύσημ' ἀνεὶς δύςτλητον Eur. Phoen. 1447; Sp.; Δούρειον ἐπάγω χῆνα τῷ φυσήματι Diphil. bei Ath. IX, 383 f; der durch Blasen, Schnauben bewirkte Ton, bes. das Gezisch der Schlangen, Sp. – 2) das Aufgeblasene, die Blase, auch die inwendig hohlen, unreifen Perlen. – 3) das Blasen, Hauchen, Schnauben, von Pferden, Xen. equ. 11, 12; übertr., der Stolz, Hyperid. bei Ath. XIII, 591. – 4) bei Eur. I. A. 1114 μέλανος αἵματος φυσήματα, von geschlachteten Kühen, die schwarzes Blut aus der Wunde hervorsprudeln lassen. – 5) bei Galen. Fichtenharz, sonst ῥητίνη πιτυΐνη.
-
2 πιτύινος
A of or from the pine, ῥητίνη π. pine-resin, Hp. Mul.2.203, Thphr.HP9.2.2; so πιτυΐνη alone, Orib.Fr.89, Paul.Aeg. 7.17;π. στέφανος Plu.2.677b
;π. φύσημα Gal.13.475
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιτύινος
См. также в других словарях:
πιτύϊνος — η, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίτυ ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από πίτυ («τὸν πρῶτον ἀγῶνα ἔθεσαν περὶ στεφάνου πιτυΐνου», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιτυΐνη ρητίνη από πίτυ αρχ. φρ. «πιτύϊνος οἶνος» ο ρητινίτης. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek