-
1 πιτύινος
A of or from the pine, ῥητίνη π. pine-resin, Hp. Mul.2.203, Thphr.HP9.2.2; so πιτυΐνη alone, Orib.Fr.89, Paul.Aeg. 7.17;π. στέφανος Plu.2.677b
;π. φύσημα Gal.13.475
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιτύινος
См. также в других словарях:
πιτύϊνος — η, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίτυ ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από πίτυ («τὸν πρῶτον ἀγῶνα ἔθεσαν περὶ στεφάνου πιτυΐνου», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιτυΐνη ρητίνη από πίτυ αρχ. φρ. «πιτύϊνος οἶνος» ο ρητινίτης. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek