-
1 ῥοιζό-θεμις
ῥοιζό-θεμις, ἡ, ein lärmender, geräuschvoller Rechtshandel, Cic. ad Att. 14, 10, wo man auch ῥηξόϑεμις vermuthet.
См. также в других словарях:
ρηξόθεμις — έμιδος, ἡ, Α παραβίαση τής δικαιοσύνης, παρανομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥηξ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. μέλλ. ῥήξω) + συνδ. φωνήεν ο + θέμις «δικαιοσύνη»] … Dictionary of Greek