-
1 ῥηξί-χθων
ῥηξί-χθων, die Erde aufreißend, spaltend, Orph. Hymn. 51, 9.
-
2 ῥηξίχθων
ῥηξί-χθων, die Erde aufreißend, spaltend
См. также в других словарях:
ρηξίχθων — και ῥηξίκθων και ῥησίχθων, ον, Α (συν. ως επίθ. χοίρου) αυτός που ανοίγει ρήγματα, σχισμές στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. δαμασί χθων)] … Dictionary of Greek