Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ῥηματικός

См. также в других словарях:

  • ῥηματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρηματικός — ή, ό / ῥηματικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῆμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα 2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο») νεοελλ. (και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική… …   Dictionary of Greek

  • ρηματικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται προφορικά (αντίθ. γραπτός):Ρηματική διακοίνωση του πρεσβευτή της Αγγλίας. 2. (γραμμ.) αυτός που παράγεται από ρήμα: Το «γραφτός, ή, ό» είναι ρηματικό επίθετο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥηματικά — ῥηματικός of neut nom/voc/acc pl ῥηματικά̱ , ῥηματικός of fem nom/voc/acc dual ῥηματικά̱ , ῥηματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματικῶν — ῥηματικός of fem gen pl ῥηματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματικόν — ῥηματικός of masc acc sg ῥηματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματικαῖς — ῥηματικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματικοῖς — ῥηματικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματικοῦ — ῥηματικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματικούς — ῥηματικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηματικῆς — ῥηματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»