-
1 ῥηματικός
-
2 ῥηματικός
ῥηματικός, zum Worte zur Rede gehörig, das Wort, die Rede betreffend, wörtlich, Gramm.; das Verbum betreffend -
3 ἀποῤ-ῥηματικός
ἀποῤ-ῥηματικός, verbietend, Apoll. L. H.
-
4 ἐπιῤ-ῥηματικός
ἐπιῤ-ῥηματικός, ή, όν, adverbialisch, Schol., z. B. Ar. Plut. 244 u. öfter.
-
5 ἀποῤῥηματικός
-
6 ἐπιῤῥηματικός
ἐπιῤ-ῥηματικός, ή, όν, adverbialisch
См. также в других словарях:
ῥηματικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρηματικός — ή, ό / ῥηματικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῆμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα 2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο») νεοελλ. (και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική… … Dictionary of Greek
ρηματικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται προφορικά (αντίθ. γραπτός):Ρηματική διακοίνωση του πρεσβευτή της Αγγλίας. 2. (γραμμ.) αυτός που παράγεται από ρήμα: Το «γραφτός, ή, ό» είναι ρηματικό επίθετο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥηματικά — ῥηματικός of neut nom/voc/acc pl ῥηματικά̱ , ῥηματικός of fem nom/voc/acc dual ῥηματικά̱ , ῥηματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματικῶν — ῥηματικός of fem gen pl ῥηματικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματικόν — ῥηματικός of masc acc sg ῥηματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματικαῖς — ῥηματικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματικοῖς — ῥηματικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματικοῦ — ῥηματικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματικούς — ῥηματικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηματικῆς — ῥηματικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)