-
1 ρηματίσκια
-
2 ῥηματίσκια
-
3 αἰνιγματώδης
αἰνιγμ-ατώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνιγματώδης
-
4 φαρέτρα
A quiver for arrows,ἰοδόκος Il.15.443
;ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιθείη Od.9.314
;ἀμφηρεφής Il.1.45
;βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας Pi.O.2.84
, cf. E.Rh. 979, HF 969;ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια.. ἀνασπῶντες Pl.Tht. 180a
; φ. τοξευμάτων a quiver-full of.., IG12(5).647.28 (Coressus, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαρέτρα
-
5 ἀνασπάω
A draw, pull up,σπυρίδα Hdt.5.16
, cf. 4.154;βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Id.2.92
:—[voice] Pass., BGU1041.8 (iii A.D.).2 draw, suck up greedily,ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις A.Eu. 647
;ἀ. ὑγρόν Hp.VM22
; ἀ. ποτόν, τροφήν, Arist.HA 495a26, PA 661a19; ὕδωρ ἀ. draw water, Th.4.97.4 tear up, pull down,τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.86
;τὴν σκηνήν Id.7.119
;τὸ σταύρωμα Th.6.100
; , cf. Ba. 949; ,al.;τὰς σανιδας τῆς γεφύρας Plb.2.5.5
;πυλίδας Id.5.39.4
, etc.5 metaph., ἀνασπᾶν λόγους, in S.Aj. 302, draw forth words, utter wild, incoherent words; :—the phrase may be expl. from Pl.Tht. 180a ([etym.] ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια.. ἀνασπῶντες ) and Men.429 ([etym.] πόθεν.. τούτους ἀνεσπάκασιν οὗτοι τοὺς λόγους;); soἀ. γνωμίδιον Ar.Fr. 49D.
6 τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν pucker the eyebrows, and so put on a grave important air, , cf. Alex.16, D.19.314; ;μέχρι νεφέων τὴν ὀφρὺν ἀ. Philem.174
, cf. X.Smp. 3.10;οἱ τὰς ὀφρῦς ἀνεσπασμένοι πρὸς τὸν κρόταφον Arist.Phgn. 812b27
.II retract,ὁ στόμαχος αὐτὸς ἑαυτὸν ἀ. Hp.Superf.22
, Steril. 217.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπάω
-
6 ἀποτοξεύω
A shoot off arrows,ἀπὸ δένδρων D.C.37.2
: metaph., shoot off like an arrow,ῥηματίσκια Pl.Tht. 180a
, cf. Luc.Rh.Pr.17:—[voice] Pass., Id.Prom.Es2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτοξεύω
См. также в других словарях:
ῥηματίσκια — ῥηματίσκιον pet phrase neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)