-
1 ρηγματώδης
ῥηγματώδηςbreakage: masc /fem acc pl (attic epic doric)ῥηγματώδηςbreakage: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ῥηγματώδηςbreakage: masc /fem nom sg -
2 ῥηγματώδης
ῥηγματώδηςbreakage: masc /fem acc pl (attic epic doric)ῥηγματώδηςbreakage: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ῥηγματώδηςbreakage: masc /fem nom sg -
3 ῥηγματώδης
ῥηγματ-ώδης, ες, rißartig, rissig, voll Ritzen, Spalten -
4 щелеватый
επ., βρ: -ват, -а, -оπου έχει σχισμές, χαραμάδες: ρηγματώδης. -
5 ῥῆγμα
A breakage, fracture, joined with σπάσμα, Hp.Aër.4, cf. D.18.198, Dsc.3.74; with στρέμμα (a strain), D.2.21, 11.14.3 rent, tear, in clothes, Archipp.38.4 cleft, chasm,ῥ. τῆς γῆς Arist.HA 628b29
; chink,ἐν τοίχοις Plb.13.6.8
; breach in a dyke, PLond.1.131r.45,60 (i A.D.).II lesion or rupture of tissue, , cf. Gal.1.238, 10.232; esp. oflung, Hp.Loc.Hom.14, Morb.1.20:hence [full] ῥηγμᾰτίας, ου, ὁ, one who has such a rupture, Id.Aër.4, Dsc.3.146, 4.10;τοὺς ἐκ βηχὸς ῥηγματίας Hippiatr.22
; but ῥηγματίας πλεύμονος perh. = pleurisy, Hp.Morb.2.53; [full] ῥηγμᾰτώδης, ες, Id.Epid.7.26.
См. также в других словарях:
ῥηγματώδης — breakage masc/fem acc pl (attic epic doric) ῥηγματώδης breakage masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ῥηγματώδης breakage masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρηγματώδης — ες / ῥηγματώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥῆγμα, ατος] 1. όμοιος με ρήγμα 2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια») νεοελλ. φρ. «ρηγματώδη τρήματα» ανατ. οπές τής βάσης τού κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα για τη … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek