-
1 ῥηγματίας
-
2 ῥηγματίας
ῥηγματίας, ὁ, einer, der einen Riß oder Abszeß in der Lunge oder sonst im Innern hat -
3 σαβακός
-
4 ῥωγματίας
-
5 ῥηγματ-ώδης
ῥηγματ-ώδης, ες, rißartig, rissig, voll Ritzen, Spalten; auch = ῥηγματίας, Medic.
См. также в других словарях:
ῥηγματίας — ῥηγματίᾱς , ῥηγματίας breakage masc acc pl ῥηγματίᾱς , ῥηγματίας breakage masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρηγματίας — και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α 1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων» 2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος» πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. κτηματ ίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας… … Dictionary of Greek
ῥηγματίαι — ῥηγματίας breakage masc nom/voc pl ῥηγματίᾱͅ , ῥηγματίας breakage masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηγματίαις — ῥηγματίας breakage masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηγματίης — ῥηγματίας breakage masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηγματίαν — ῥηγματίᾱν , ῥηγματίας breakage masc acc sg (attic epic doric aeolic) ῥηγματίας breakage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρηγματώδης — ες / ῥηγματώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥῆγμα, ατος] 1. όμοιος με ρήγμα 2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια») νεοελλ. φρ. «ρηγματώδη τρήματα» ανατ. οπές τής βάσης τού κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα για τη … Dictionary of Greek
ρωγματίας — και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α βλ. ῥηγματίας … Dictionary of Greek