-
1 κοχύω
κοχύω, in Menge, mit Geräusch hervorströmen; ἐκ δὲ μετώπω ἱδρώς μευ κοχύεσκεν, v. l. κοχύδεσκεν, Theocr. 2, 106, Schol. δαψιλῶς ἔῤῥει; Phereer. bei Ath. VI, 269 d sagt αὐτόμὰτοι γὰρ διὰ τῶν τριόδων ποταμοὶ λιπαροῖς ἐπιπάστοις ζωμοῦ μέλανος – κοχυδοῦντες – ῥεύσονται. – (Etwa von χέω mit Reduplication gebildet?)
См. также в других словарях:
ῥεύσονται — ῥέω flow fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… … Dictionary of Greek