-
1 ρευστικως
-
2 ρευστικώς
-
3 ῥευστικῶς
-
4 ῥυδόν
ῥῠδόν, Adv.A = ῥύδην, ῥυδὸν ἀφνειός abundantly rich, Od.15.426: ῥουδόν ([dialect] Lacon. ?): ῥευστικῶς, Hsch.
См. также в других словарях:
ῥευστικῶς — ῥευστικός flowing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρευστικός — ή, όν, ΝΜΑ [ῥευστός] αυτός που έχει την ιδιότητα τής ροής, ρευστός νεοελλ. φρ. «ρευστική υφή» (πετρογρ.) δομή με συγκεκριμένο προσανατολισμό που απαντά σε εκρηξιγενή πετρώματα, όπως είναι τα ρεύματα λάβας και ορισμένες μαγματικές διεισδύσεις, και … Dictionary of Greek
ρυδόν — και ῥουδόν Α επίρρ. άφθονα, με ορμητική ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν). Ο τ. ῥουδόν ῥευστικῶς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι διαλεκτικός, πιθ. λακωνικός] … Dictionary of Greek