Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ῥεμβ-

См. также в других словарях:

  • καρφώδης — καρφώδης, ῶδες (Α) ο γεμάτος κάρφη, ο γεμάτος άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + ώδης (πρβλ. ρεμβ ώδης, χα ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κατιάς — κατιάς, άδος, ἡ (Α) χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γιατροί για να τεμαχίσουν και να εκβάλουν το νεκρωμένο έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καθ ίημι, με ψίλωση και επίθημα ας, άδος (πρβλ. ικμ άς, ρεμβ άς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»