-
1 ῥεμβ-ώδης
ῥεμβ-ώδης, ες, = ῥεμβοειδής; βλέμμα, Plut. de audit. p. 148; ἀεί τινας διατριβὰς ἐμνῶντο ῥεμβώδεις περὶ πότους, Dion. 7; – auch vernachlässigt, Suid; u. Pol. 16, 39, 2, ῥεμβώδους γενομένης τῆς πολιορκίας, da sie nachlässig, planlos betrieben wurde.
-
2 ῥεμβώδης
ῥεμβ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥεμβώδης
-
3 ῥεμβώδης
ῥεμβ-ώδης, ες, = ῥεμβοειδής; auch: vernachlässigt; ῥεμβώδους γενομένης τῆς πολιορκίας, da sie nachlässig, planlos betrieben wurde -
4 ρεμβωδης
См. также в других словарях:
καρφώδης — καρφώδης, ῶδες (Α) ο γεμάτος κάρφη, ο γεμάτος άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + ώδης (πρβλ. ρεμβ ώδης, χα ώδης)] … Dictionary of Greek