Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥαψῳδίας

См. также в других словарях:

  • ῥαψῳδίας — ῥαψῳδίᾱς , ῥαψῳδία recitation of Epic poetry fem acc pl ῥαψῳδίᾱς , ῥαψῳδία recitation of Epic poetry fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • RHAPSODIA — Graece Ῥαψῳδία, Aristoreli carmen est, ex vario versuum genere compositum, veluti cento: quemadmodum Poema illud Chaeremonis, cui titulus Caemptaurus fuit, ῥαψῳδίας habuit nomen, quod ex variis metris, velut cento, consutum esset. Proprie vero,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιπώλησις — ἐπιπώλησις, ἡ (Α) [επιπωλούμαι] επίσκεψη, επιθεώρηση και ιδίως όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό τής ραψωδίας Δ τής Ιλιάδας («τοῡ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • μονομαχία — Αγώνας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, σύμφωνα με ορισμένους συμφωνημένους κανόνες, και με ισοδύναμα όπλα, προς επανόρθωση προσβολής ή προς επίλυση διαφοράς. Κατά τον Μεσαίωνα, τη μ. μπορούσε να την επιβάλει ο δικαστής ως μέσο απόδειξης. Απαγορεύτηκε από …   Dictionary of Greek

  • νέκυια — η (Α νέκυια και νεκύα) 1. μαγική τελετή που αποσκοπούσε στην πρόσκληση τού πνεύματος κάποιου νεκρού από τον Άδη για να μαντεύσει για το μέλλον («μάγων τοὺς ἀρίστους ζητήσαντι νεκυίᾳ τε χρησαμένῳ μαθεῑν περὶ τοῡ τέλους τοῡ βίου αὐτοῡ», Ηρωδιαν.) 2 …   Dictionary of Greek

  • νεκυομαντεία — νεκυομαντεία, ἡ (ΑΜ) ως κύριο όν. Νεκυομαντεία α) ο τίτλος τής ενδέκατης (λ) ραψωδίας τής Οδύσσειας, αλλ. Νέκυ(ι)α β) διάλογος τού Λουκιανού, αλλ. Μένιππος αρχ. η επίκληση τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα, η νεκρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • οπλοποιία — η (Α ὁπλοποιΐα) [οπλοποιός] η κατασκευή όπλων νεοελλ. η τέχνη και η βιομηχανία τής κατασκευής όπλων αρχ. ονομασία τής ραψωδίας Σ τής Ιλιάδας …   Dictionary of Greek

  • ραψωδία — Αρχικά η λέξη σήμαινε μέρος ή απόσπασμα ενός επικού ποιήματος, που έψελναν ή αφηγούνταν στην αρχαία Ελλάδα οι ραψωδοί. Όταν ο όρος ρ. εισήχθη στη νεότερη μουσική, στις αρχές του 19ου αι., με την κίνηση του ρομαντισμού, υποδήλωνε μια σύνθεση, πολύ …   Dictionary of Greek

  • τειχομαχία — η, ΝΜΑ [τειχομαχῶ] 1. μάχη πάνω στα τείχη 2. ονομασία τής Μ, τής δωδέκατης ραψωδίας τής Ιλιάδος …   Dictionary of Greek

  • τειχοσκοπία — η, ΝΜΑ 1. η παρακολούθηση τών κινήσεων τού αντιπάλου από τα τείχη 2. σκηνή τής ραψωδίας Γ τής Ιλιάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σκοπία (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκοπία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»