Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥαψῳδική

См. также в других словарях:

  • ῥαψῳδική — ῥαψῳδικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… …   Dictionary of Greek

  • ραψωδικός — ή, ό / ῥαψῳδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαψῳδός]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραψωδό ή στη ραψωδία 2. το θηλ. ως ουσ. η ραψωδική η τέχνη τού ραψωδού. επίρρ... ῥαψῳδικῶς ΜΑ με ύφος ραψωδού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»