-
1 ραψωδικη
-
2 ραψωδική
-
3 ῥαψῳδική
См. также в других словарях:
ῥαψῳδική — ῥαψῳδικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek
ραψωδικός — ή, ό / ῥαψῳδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαψῳδός]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραψωδό ή στη ραψωδία 2. το θηλ. ως ουσ. η ραψωδική η τέχνη τού ραψωδού. επίρρ... ῥαψῳδικῶς ΜΑ με ύφος ραψωδού … Dictionary of Greek