-
1 ραφανίδιον
-
2 ῥαφανίδιον
-
3 ῥαφανίδιον
ῥαφανίδιον, τό, dim. von ῥαφανίς, Plat. comic. bei Ath. II, 56 f.
-
4 ῥαφανίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαφανίδιον
См. также в других словарях:
ῥαφανίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραφανίδιον — τὸ, Α [ῥαφανίς, ίδος] μικρή ῥαφανίδα, μικρό ρεπανάκι … Dictionary of Greek