-
1 ῥαπτ-αύλης
ῥαπτ-αύλης, ὁ, s. ῥαπαταύλης.
-
2 ῥαπ-αύλης
ῥαπ-αύλης, ὁ, s. ῥαπαταύλης.
-
3 ῥιπ-αύλης
ῥιπ-αύλης, ὁ, Conj. für ῥαπαταύλης.
См. также в других словарях:
ραπαταύλης — ὁ, Α βλ. ῥαπαύλης … Dictionary of Greek
ραπαύλης — και ῥαππαύλας και ῥαπαταύλης και ῥαπταύλης, ὁ, ΜΑ ο αυλητής, αυτός που παίζει με καλάμι από ράπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός (πρβλ. καλαμ αύλης), Ο τ. ῥαπαταύλης < ῥαπατήν, διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥάπα στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα), ενώ… … Dictionary of Greek