-
1 ρανίδες
-
2 ῥανίδες
-
3 αἱματόρρυτος
αἱμᾰτό-ρρῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματόρρυτος
-
4 ἀλλεπαλληλία
ἀλλεπαλληλία, ἡ,A accumulation, Eust.12.3. [full] ἀλλεπάλληλος, ον, one upon another, successive,ῥανίδες EM702.20
; νῆσσαι Sch.Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συν-ομ-ήλικες) EM291.37; τὸ ἀ. accumulation, Paus.9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett. Val.331.22; constantly changing,ἀποτελέσματα 243.29
. Adv. - ως in varied style, 272.23:—also, in layers, of stones, Arg.E.Ph.:—perh. to be written divisim ἄλλ' ἐπ., Alciphr.Fr.6.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλεπαλληλία
См. также в других словарях:
ῥανίδες — ῥανίς drop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бывати — БЫВА|ТИ (>2000), Ю, ѤТЬ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Совершаться, происходить, случаться; исполняться, осуществляться: вьси събори и слоужьбы и праздьници и жьрьтвы. о чл҃вче сего дѣлѩ бываѫть да сѩ очистить чл҃вкъ отъ грѣхъ своихъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ίξαλος — ο (Α ἴξαλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ίξαλος γένος σπονδυλωτών τής οικογένειας ρανίδες αρχ. (επίθ. τών άγριων κατσικιών) 1. αυτός που πηδάει, ο ακμαίος, ο ζωηρός («τόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», Ομ. Ιλ.) 2. ευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αναπτύω — ἀναπτύω (Α) 1. ρίχνω προς τα έξω ή προς τα επάνω, φτύνω, βγάζω 2. τινάζω ρανίδες, σταγονίδια … Dictionary of Greek
ραίνω — ῥαίνω ΝΜΑ περιβρέχω κάτι με ρανίδες υγρού, ιδίως νερού, ραντίζω (α. «θάλασσα τους θαλασσινούς μην τούς πολυμαραίνεις / ροδόσταμο να γίνεσαι την πόρκα τους να ραίνεις», δημ. τραγούδι β. «ἔρραναν τὸν τάφον αἱ Μυροφόροι μύρα», Ακολουθ. Μεγ.… … Dictionary of Greek
ραντίζω — ραντίζω, ΝΜΑ [ῥαντός] βρέχω με ρανίδες, με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού, ραίνω, κυρίως για αγιασμό ή καθαρμό (α. «ῥαντιεῑς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι», ΠΔ β. «τὸ αἷμα ταύρων... ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει...», ΚΔ) νεοελλ. ψεκάζω… … Dictionary of Greek
ραντογένης — ο, Ν αυτός που έχει γκρίζα γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντός «αυτός που έχει λευκές ρανίδες» + γένης (< γενι), πρβλ. μαυρο γένης] … Dictionary of Greek
ραντομάλλης — ο, Ν αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντός «αυτός που έχει λευκές ρανίδες» + μάλλης (< μαλλί), πρβλ. μαυρο μάλλης] … Dictionary of Greek