-
1 ρακοδυτος
См. также в других словарях:
τρωγλόδυτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές, τρωγλοδυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + δυτος (< δύω), πρβλ. ρακό δυτος] … Dictionary of Greek
1 ρακοδυτος
τρωγλόδυτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές, τρωγλοδυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + δυτος (< δύω), πρβλ. ρακό δυτος] … Dictionary of Greek