-
1 ῥακό-δυτος
ῥακό-δυτος, mit Lumpen bekleidet, übh. lumpig, στολή, Eur. Rhes. 712.
-
2 ῥακόδυτος
ῥακό-δυτος, mit Lumpen bekleidet, übh. lumpig
См. также в других словарях:
τρωγλόδυτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές, τρωγλοδυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + δυτος (< δύω), πρβλ. ρακό δυτος] … Dictionary of Greek