-
1 ρακτήρια
-
2 ῥακτήρια
-
3 ῥακτήριος
ῥακτήριος, womit man schlägt; zum Schlagen, Werfen; lärmend, tosend, Soph. frg. 631 bei Hesych., der ψοφώδης erkl., wie ῥακτήρια, τύμπανα, u. κέντρα ἀντὶ τοῠ κῶπαι.
-
4 ῥακτήριος
II μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ. broken, discordant (ψοφώδη καὶ θορυβώδη Hsch.
), Id.Fr.699.III ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, Hsch.IV ῥακτήρια· τύμπανα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥακτήριος
См. также в других словарях:
ῥακτήρια — ῥακτήριος fit for striking with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρακτήριος — α, ον, Α 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.) 2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδης («μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον ὄρχησίς τις» β) «ῥακτήρια… … Dictionary of Greek