-
1 ρακοδυτών
-
2 ῥακοδυτῶν
См. также в других словарях:
ῥακοδυτῶν — ῥακοδύτης wearer of rags masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ρακοδυτών
2 ῥακοδυτῶν
ῥακοδυτῶν — ῥακοδύτης wearer of rags masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)