-
1 ῥαθάμιγξ
ῥαθάμιγξ, ιγγος, ἡ (ῥαίνω, ῥαϑαμίζω), der Tropfen, Il. 11, 536. 20, 501; Hes. Th. 183; – auch von trocknen Dingen, jeder kleine abgerissene Theil, Körnchen, Stäubchen, κονίης ῥαϑάμιγγες, Il. 23, 502; Christod. ecphr. 110 heißt es von der Erinna Πιερικῆς ῥαϑάμιγγας ἀποσταλάουσα μελίσσης.
-
2 ῥαθάμιγξ
ῥαθάμιγξ, ιγγος, ἡ, der Tropfen; auch von trocknen Dingen, jeder kleine abgerissene Teil, Körnchen, Stäubchen -
3 πολυῤ-ῥαθάμιγξ
πολυῤ-ῥαθάμιγξ, ιγγος, von oder mit vielen Tropfen, Nonn. D. 7, 174.
-
4 εὐ-ραθάμιγξ
εὐ-ραθάμιγξ, ιγγος, wohl, stark tröpfelnd, ὀπώρα Nonn. 5, 258.
-
5 μελιῤ-ῥαθάμιγξ
μελιῤ-ῥαθάμιγξ, ιγγος, honigtröpfelnd, süß, οἶνος, Nonn. D. 12, 169.
-
6 εὐραθάμιγξ
εὐ-ραθάμιγξ, ιγγος, wohl, stark tröpfelnd -
7 μελιῤῥαθάμιγξ
μελιῤ-ῥαθάμιγξ, ιγγος, honigtröpfelnd, süß -
8 πολυῤῥαθάμιγξ
πολυῤ-ῥαθάμιγξ, ιγγος, von oder mit vielen Tropfen
См. также в других словарях:
ῥαθάμιγξ — drop fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ῥαθάμιγγα — ῥαθάμιγξ drop fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθάμιγγας — ῥαθάμιγξ drop fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθάμιγγες — ῥαθάμιγξ drop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθάμιγγι — ῥαθάμιγξ drop fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθάμιγγος — ῥαθάμιγξ drop fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθάμιγξι — ῥαθάμιγξ drop fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευραθάμιγξ — εὐραθάμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που στάζει πολύ, ο κάθυγρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραθάμιγξ «σταγόνα»] … Dictionary of Greek
εϋρραθάμιγξ — ἐϋρραθάμιγξ, ὁ, ἡ (Α) (για οίνο) με ωραίες σταγόνες, με ωραίες σταλαγματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραθάμιγξ «σταγόνα»] … Dictionary of Greek
μελιρραθάμιγξ — μελιρραθάμιγξ, ιγγος, ό και ἡ (Α) 1. αυτός που στάζει μέλι 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥαθάμιγξ «σταγόνα, σταλαγματιά» (πρβλ. πολυ ρραθάμιγξ)] … Dictionary of Greek