-
1 ῥαγώδης
ῥαγ-ώδης, ες, rissig -
2 αἱμοῤ-ῥαγία
αἱμοῤ-ῥαγία, ἡ, Blutfluß, Blutsturz, Med. Ebenso - ῥαγικός u. - ῥαγώδης
-
3 αἱμοῤῥαγία
αἱμοῤ-ῥαγία, Blutfluss, Blutsturz, Medic.; ebenso - ῥαγικός, u. - ῥαγώδης
См. также в других словарях:
ῥαγώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) ῥαγώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ῥαγώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραγώδης — (I) ῶδες, Α [ῥάξ, ῥαγός] ραγοειδής («ρἁγώδης καρπός στρύχνου», Θεόφρ.). (II) ώδες, Α [ῥάγος] ο γεμάτος ρήγματα, ρωγμές, καταραγισμένος … Dictionary of Greek
ῥαγώδη — ῥαγώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥαγώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥαγώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)